- μεγαλότητα
- και μεγαλότη, η (ΑM μεγαλότης, -ητος, Μ και μεγαλότητα και μεγαλότη) [μεγάλος]μέγεθοςνεοελλ.-μσν.μεγαλείο, λαμπρότηταμσν.ισχύς, δύναμη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγαλότητα — μεγαλότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… … Dictionary of Greek